στο λεξικό PONS
Di·vi·den·den·an·spruch <-(e)s, -sprüche> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Di·vi·den·den·ak·tie <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Di·vi·den·den·zah·lung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Vor·aus·zah·lungs·zins ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Zins·aus·zah·lung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
di·vi·den·den·be·rech·tigt ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Dividenden-Stripping ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Dividendenanspruch ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
dividendenabhängig ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Dividendendenken ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Anfangsauszahlung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Auszahlungsplatz ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Vorauszahlung ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Auszahlungsanweisung ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.