στο λεξικό PONS
De·vi·sen·kurs <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
De·vi·sen·kurs·zet·tel <-s, -> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
De·vi·sen·mak·ler(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ
De·vi·sen·händ·ler(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ
De·vi·sen·schie·ber(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ver·mö·gens·aus·weis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
De·vi·sen·knapp·heit <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
Mit·glieds·aus·weis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Devisenkursanpassung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
devisenkursbezogen ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Devisenkursrisiko ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Devisenkurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
reziproke Devisenkurssicherung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Devisen-Fixing ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Devisenhändler(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Vermögensausweis ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.