στο λεξικό PONS
re·zi·prok [retsiˈpro:k] ΕΠΊΘ ΜΑΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
reziproke Devisenkurssicherung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- reziproke Devisenkurssicherung
-
-
- reziproke Devisenkurssicherung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.