Ab·schied <-[e]s, -e> [ˈapʃi:t] ΟΥΣ αρσ
1. Abschied (Trennung):
2. Abschied τυπικ (das Aufgeben):
-
- Abschieds-
-
- Abschieds-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.