I. brulerNO [bʀyle], brûlerOT ΡΉΜΑ αμετάβ
4. bruler (être irrité) bouche, yeux, gorge:
5. bruler (être dévoré):
brulé(e)NO [bʀyle], brûlé(e)OT ΕΠΊΘ
- brulé plat
-
brulé(e)NO [bʀyle], brûlé(e)OT ΟΥΣ αρσ(θηλ) (blessé)
brule-gueuleNO <brule-gueules> [bʀylgœl], brûle-gueuleOT αμετάβλ ΟΥΣ αρσ
-
- Stummelpfeife θηλ
brule-parfumNO <brule-parfums> [bʀylpaʀfœ͂], brûle-parfumOT αμετάβλ ΟΥΣ αρσ
-
- Räuchergefäß ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.