égal(e) <-aux> [egal, o] ΕΠΊΘ
1. égal (de même valeur):
2. égal (sans variation):
égal(e) <-aux> [egal, o] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.