Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
pneu [pnø] ΟΥΣ αρσ
I. pneumatique [pnømatik] ΕΠΊΘ
1. pneumatique ΤΕΧΝΟΛ:
2. pneumatique (gonflable):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.