Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. doulour|eux (douloureuse) [duluʀø, øz] ΕΠΊΘ
1. douloureux (sur l'instant):
2. douloureux (de façon continue):
3. douloureux (moralement):
4. douloureux (exprimant la douleur):
II. douloureuse ΟΥΣ θηλ
douloureuse θηλ οικ:
- douloureuse
-
στο λεξικό PONS
douloureuse [duluʀøz] ΟΥΣ θηλ οικ
- douloureuse
-
douloureux (-euse) [duluʀø, -øz] ΕΠΊΘ (qui fait mal, qui fait de la peine)
- douloureux (-euse)
-
douloureuse [duluʀøz] ΟΥΣ θηλ οικ
- douloureuse
-
douloureux (-euse) [duluʀø, -øz] ΕΠΊΘ (qui fait mal, qui fait de la peine)
- douloureux (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- doudou
- doudoune
- doué
- douille
- douille combinée
- douloureuse
- douloureusement
- douloureux
- Douma
- doute
- douter