Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. demand|eur1 (demandeuse) [dəmɑ̃dœʀ, øz] ΕΠΊΘ ΕΜΠΌΡ ΟΙΚΟΝ
II. demand|eur1 (demandeuse) [dəmɑ̃dœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (gén)
- demandeur (demandeuse) ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
-
demand|eur2 (demanderesse) [dəmɑ̃dœʀ, d(ə)ʀɛs] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΝΟΜ
- demandeur (demanderesse)
-
-
- demandeur αρσ
-
- demandeur/-euse αρσ/θηλ
-
- demandeur/demanderesse αρσ/θηλ
-
- demandeur/-deresse αρσ/θηλ
-
- demandeur/-euse αρσ/θηλ
στο λεξικό PONS
demandeur (-euse) [d(ə)mɑ̃dœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.