Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 atout [atu] ΟΥΣ αρσ
1. atout ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ:
2. atout μτφ:
-  non négligeable atout, importance, perte
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
