Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
attrayant (attrayante) [atʀɛjɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ (gén)
- unappealing title, name, person, mannerism
-
- attractive place, design, music, feature
-
- attractive offer, idea, rate
-
στο λεξικό PONS
attrayant(e) [atʀɛjɑ̃, jɑ̃t] ΕΠΊΘ
attrayant paysage, personne:
attrayant(e) [atʀɛjɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ
attrayant paysage, personne:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.