Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
santé [sɑ̃te] ΟΥΣ θηλ
1. santé (de personne, pays, d'organisation):
- santé
-
2. santé (en buvant):
-
- santé θηλ
στο λεξικό PONS
santé [sɑ̃te] ΟΥΣ θηλ
1. santé (↔ malade):
2. santé ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
santé [sɑ͂te] ΟΥΣ θηλ
1. santé (↔ malade):
2. santé ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
-
- santé θηλ
-
- santé θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.