στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
II. shave <μετ παρακειμ shaved or shaven> [βρετ ʃeɪv, αμερικ ʃeɪv] ΡΉΜΑ μεταβ
1. shave barber person:
III. shave <μετ παρακειμ shaved or shaven> [βρετ ʃeɪv, αμερικ ʃeɪv] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. soap [βρετ səʊp, αμερικ soʊp] ΟΥΣ
II. soap [βρετ səʊp, αμερικ soʊp] ΡΉΜΑ μεταβ
III. to soap oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
I. shave [ʃeɪv] ΟΥΣ
I. soap [soʊp] ΟΥΣ
II. soap [soʊp] ΡΉΜΑ μεταβ
| I | shave |
|---|---|
| you | shave |
| he/she/it | shaves |
| we | shave |
| you | shave |
| they | shave |
| I | shaved |
|---|---|
| you | shaved |
| he/she/it | shaved |
| we | shaved |
| you | shaved |
| they | shaved |
| I | have | shaven |
|---|---|---|
| you | have | shaven |
| he/she/it | has | shaven |
| we | have | shaven |
| you | have | shaven |
| they | have | shaven |
| I | had | shaven |
|---|---|---|
| you | had | shaven |
| he/she/it | had | shaven |
| we | had | shaven |
| you | had | shaven |
| they | had | shaven |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.