στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
satisfactory [βρετ satɪsˈfakt(ə)ri, αμερικ ˌsædəsˈfæktəri] ΕΠΊΘ
satisfactory explanation, progress, arrangement:
- satisfactory
-
- nowhere near nowhere near sufficient, satisfactory
-
-
- satisfactory
στο λεξικό PONS
satisfactory [ˌsæ·t̬ɪs·ˈfæk·tə·ri] ΕΠΊΘ
- satisfactory
-
- satisfactory ΣΧΟΛ
-
-
- satisfactory
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- satiny
- satire
- satiric
- satirical
- satirically
- satisfactory
- satisfiable
- satisfied
- satisfy
- satisfying
- satisfyingly