στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. leaf <πλ leaves> [βρετ liːf, αμερικ lif] ΟΥΣ
1. leaf (of plant):
II. -leafed, -leaved ΣΎΝΘ
III. leaf [βρετ liːf, αμερικ lif] ΡΉΜΑ μεταβ
leaf → leaf through
V. leaf [βρετ liːf, αμερικ lif]
seed leaf <πλ seed leaves> [αμερικ ˈsid ˌlif] ΟΥΣ
-
- cotiledone αρσ
thousand-leaf [ˈθaʊzndliːf] ΟΥΣ ΒΟΤ
-
- millefoglio αρσ
στο λεξικό PONS
leaf <leaves> [li:f] ΟΥΣ
four-leaf clover ΟΥΣ
-
- quadrifoglio αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.