στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
insight [βρετ ˈɪnsʌɪt, αμερικ ˈɪnˌsaɪt] ΟΥΣ
1. insight (enlightening fact, revealing glimpse):
2. insight (perceptiveness, intuition):
3. insight ΨΥΧ (in psychoanalysis):
- insight
- introspezione θηλ
- insight
- insight αρσ
- refreshing humour, outlook, insight, theme
-
- meaningful experience, insight
-
στο λεξικό PONS
-
- insight
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.