στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. lungimirante [lundʒimiˈrante] ΕΠΊΘ
lungimirante persona:
II. lungimirante [lundʒimiˈrante] ΟΥΣ αρσ θηλ
I. progressista <m.πλ progressisti, f.pl. progressiste> [proɡresˈsista] ΕΠΊΘ
II. progressista <m.πλ progressisti, f.pl. progressiste> [proɡresˈsista] ΟΥΣ αρσ θηλ
I. rivolto [riˈvɔlto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
rivolto → rivolgere
II. rivolto [riˈvɔlto] ΕΠΊΘ
2. rivolto (orientato):
I. rivolgere [riˈvɔldʒere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. rivolgere (indirizzare):
II. rivolgersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. rivolgersi (girarsi):
2. rivolgersi (indirizzarsi):
στο λεξικό PONS
forward-looking ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.