στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. finding [βρετ ˈfʌɪndɪŋ, αμερικ ˈfaɪndɪŋ] ΟΥΣ n.pl. (of court, committee, research)
-
- accertamento αρσ
-
- reperimento αρσ
II. findings (of enquiry)
- findings
- conclusione θηλ
fact-finding [βρετ ˈfaktfʌɪndɪŋ, αμερικ ˈfækt ˌfaɪndɪŋ] ΕΠΊΘ
fact-finding mission, trip, tour:
I. fault-finding [βρετ, αμερικ fɔlt ˈfaɪndɪŋ] ΟΥΣ
fact-finding committee ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
finding [ˈfaɪn·dɪŋ] ΟΥΣ
2. finding (recommendation):
-
- conclusione θηλ
3. finding (discovery):
-
- ritrovamento αρσ
fact-finding [ˈfækt·faɪn·dɪŋ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.