στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
archeologico <πλ archeologici, archeologiche> [arkeoˈlɔdʒiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- rinvenimenti archeologici
-
- site ΑΡΧΑΙΟΛ
-
στο λεξικό PONS
archeologico (-a) <-ci, -che> [ar·keo·ˈlɔ:·dʒi·ko] ΕΠΊΘ (museo, sito, scavo)
- Soprintendenza per i beni archeologici
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Soprintendenza per i beni archeologici