στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
capital investment [ˌkæpɪtlɪnˈvestmənt] ΟΥΣ
investment [βρετ ɪnˈvɛs(t)m(ə)nt, αμερικ ɪnˈvɛs(t)mənt] ΟΥΣ
1. investment ΟΙΚΟΝ:
2. investment (commitment):
3. investment ΣΤΡΑΤ:
-
- assedio αρσ
I. capital1 [βρετ ˈkapɪt(ə)l, αμερικ ˈkæpədl] ΟΥΣ
2. capital:
3. capital U:
II. capital1 [βρετ ˈkapɪt(ə)l, αμερικ ˈkæpədl] ΕΠΊΘ
1. capital letter:
4. capital βρετ (excellent):
- capital αρχαϊκ, οικ
-
στο λεξικό PONS
capital investment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
capital investment company <-ies> ΟΥΣ
I. investment [ɪn·ˈvest·mənt] ΟΥΣ a. μτφ
II. investment [ɪn·ˈvest·mənt] ΕΠΊΘ
investment bank, company:
I. capital [ˈkæ·pə·tl] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.