Oxford Spanish Dictionary
offender [αμερικ əˈfɛndər, βρετ əˈfɛndə] ΟΥΣ
I. young <younger [ˈjʌŋɡər, ˈjʌŋɡə(r)], youngest [ˈjʌŋɡəst]> [αμερικ jəŋ, βρετ jʌŋ] ΕΠΊΘ
1. young animal/person:
2. young appearance/manner/complexion:
στο λεξικό PONS
offender [əˈfendəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
I. young [jʌŋ] ΕΠΊΘ
1. young a. ΓΕΩ (not old):
3. young (young-seeming):
offender [ə·ˈfen·dər] ΟΥΣ
I. young [jʌŋ] ΕΠΊΘ
1. young a. ΓΕΩ (not old):
3. young (young-seeming):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- you'll
- you're
- you've
- you-all
- you-know-what
- young offender
- young people
- young persons
- youngster
- Young Turk
- your