Oxford Spanish Dictionary
law enforcement ΟΥΣ U
enforcement [αμερικ ənˈfɔrsmənt, βρετ ɪnˈfɔːsm(ə)nt] ΟΥΣ U
law [αμερικ lɔ, βρετ lɔː] ΟΥΣ
1.1. law C (rule, regulation):
1.2. law U (collectively):
1.3. law U:
2.1. law U (litigation):
2.2. law U (police):
3. law C or U (code of conduct):
στο λεξικό PONS
law enforcement ΟΥΣ χωρίς πλ αμερικ
- enforcement of a law
- aplicación θηλ
enforcement [ɪnˈfɔ:smənt, αμερικ enˈfɔ:rs-] ΟΥΣ χωρίς πλ
- enforcement of a law
- aplicación θηλ
- enforcement of a regulation
- ejecución θηλ
law [lɔ:, αμερικ lɑ:] ΟΥΣ
1. law a. ΦΥΣ:
2. law:
law enforcement ΟΥΣ
- enforcement of a law
- aplicación θηλ
enforcement [en·ˈfɔrs·mənt] ΟΥΣ
- enforcement of a law
- aplicación θηλ
- enforcement of a regulation
- ejecución θηλ
law [lɔ] ΟΥΣ
1. law a. ΦΥΣ:
2. law:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- lavish
- lavishly
- lavishness
- law
- law-abiding
- law enforcement
- lawful
- lawfully
- lawgiver
- lawless
- lawlessness