Oxford Spanish Dictionary
employer [αμερικ əmˈplɔɪər, βρετ ɪmˈplɔɪə, ɛmˈplɔɪə] ΟΥΣ
1. employer:
2. employer (business, organization):
στο λεξικό PONS
employer [ɪmˈplɔɪəʳ, αμερικ emˈplɔɪɚ] ΟΥΣ
- employer
-
- empleador(a)
- employer
employer [em·ˈplɔɪ·ər] ΟΥΣ
- employer
-
- empleador(a)
- employer
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.