Oxford Spanish Dictionary
I. trial [αμερικ ˈtraɪ(ə)l, βρετ ˈtrʌɪəl] ΟΥΣ
1.1. trial ΝΟΜ C (court hearing):
1.2. trial ΝΟΜ U (judgment):
2. trial U or C (test):
3. trial C (trouble):
II. trial [αμερικ ˈtraɪ(ə)l, βρετ ˈtrʌɪəl] ΕΠΊΘ
trial period/flight:
στο λεξικό PONS
trial [ˈtraɪəl] ΟΥΣ
trial [ˈtraɪ·əl] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- clingwrap
- clingy
- clinic
- clinical
- clinical death
- clinical trial
- clinician
- clink
- clinker
- clinker-built
- clip