Oxford Spanish Dictionary
hípico (hípica) ΕΠΊΘ
hípico deportes:
- hípico (hípica)
- equestrian προσδιορ
- un comentarista hípico (de carreras)
-
- un comentarista hípico (de concursos)
-
quiniela ΟΥΣ θηλ quiniela
1. quiniela Ισπ (boleto):
2. quiniela Ισπ (juego):
concurso ΟΥΣ αρσ
1.1. concurso (certamen):
1.2. concurso (programa):
1.3. concurso (para puestos, vacantes):
2. concurso (licitación):
3.1. concurso τυπικ (de circunstancias, factores):
στο λεξικό PONS
hípico (-a) ΕΠΊΘ
- hípico (-a)
-
- hípico (-a)
-
- deporte hípico
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- deporte hípico