στο λεξικό PONS
sphere [sfɪəʳ, αμερικ sfɪr] ΟΥΣ
1. sphere:
2. sphere (area):
bras·siere [ˈbræsɪəʳ, αμερικ brəˈzɪr] ΟΥΣ dated τυπικ
I. Aus·sie [ˈɒzi, αμερικ ˈɑ:zi] οικ ΟΥΣ
II. Aus·sie [ˈɒzi, αμερικ ˈɑ:zi] οικ ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. osier [ˈəʊziəʳ, αμερικ ˈoʊʒɚ] ΟΥΣ
ho·siery [ˈhəʊziəri, αμερικ ˈhoʊʒɚi] ΟΥΣ no pl
ho·sier [ˈhəʊziəʳ, αμερικ ˈhoʊʒɚ] ΟΥΣ
public sphere ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
financing sphere ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
investment sphere ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
sphere of responsibility ΟΥΣ ΤΜΉΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
hosier [ˈhəʊziə] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
tarsier [ˈtarsɪər] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.