στο λεξικό PONS
sen·ior ˈdebts ΟΥΣ πλ
debt [det] ΟΥΣ
2. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. debt no pl (state of owing):
I. sen·ior [ˈsi:niəʳ, αμερικ -njɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
2. senior προσδιορ (chief):
3. senior employee:
II. sen·ior [ˈsi:niəʳ, αμερικ -njɚ] ΟΥΣ
1. senior (older person):
2. senior (employee):
4. senior (pupil):
-
- Oberstufenschüler(in) αρσ (θηλ) (in Großbritannien und USA Bezeichnung für Schüler einer Highschool oder einer Collegeabgangsklasse)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
senior debt ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.