στο λεξικό PONS
I. sen·ior·ity [ˌsi:niˈɒrəti, αμερικ si:ˈnjɔ:rət̬i] ΟΥΣ no pl
II. sen·ior·ity [ˌsi:niˈɒrəti, αμερικ si:ˈnjɔ:rət̬i] ΟΥΣ modifier
- seniority
-
- seniority system
- Altersabstufung θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
seniority ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- seniority
- Alterspriorität θηλ
-
- seniority
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.