στο λεξικό PONS
pre·cious ˈmet·al ΟΥΣ
I. met·al [ˈmetəl, αμερικ -t̬əl] ΟΥΣ
I. pre·cious [ˈpreʃəs] ΕΠΊΘ
1. precious (of great value):
2. precious μειωτ (affected):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
precious metal ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Edelmetall ουδ
precious metal certificate ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
precious metal derivative ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
precious metal trade ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
precious metal deal ΟΥΣ handel
precious metal account ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Metallkonto ουδ
precious metal risk ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.