στο λεξικό PONS
meas·ure·ment [ˈmeʒəmənt, αμερικ -ɚ-] ΟΥΣ
1. measurement (size):
2. measurement no pl (measuring):
-
- Messen ουδ
3. measurement ΝΟΜ:
er·ror [ˈerəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. error (mistake):
2. error (failure):
error ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
measurement ΟΥΣ CTRL
-
- Messung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
measurement [ˈmeʒəmənt] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
measurement error ΟΥΣ
error ΟΥΣ
-
- Regelgröße (Differenz zwischen Ist- und Sollwert)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.