στο λεξικό PONS
ˈmeasurement technique ΟΥΣ
tech·nique [tekˈni:k] ΟΥΣ
meas·ure·ment [ˈmeʒəmənt, αμερικ -ɚ-] ΟΥΣ
1. measurement (size):
2. measurement no pl (measuring):
-
- Messen ουδ
3. measurement ΝΟΜ:
technique ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
measurement technique ΟΥΣ CTRL
measurement ΟΥΣ CTRL
-
- Messung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
measurement [ˈmeʒəmənt] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.