στο λεξικό PONS
Mes·sung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Messung (das Messen):
- Messung
- measuring no πλ
- Messung
- measurement no πλ
2. Messung (Messwert):
- Messung
-
- Messung
-
pH-Mes·sung [peˈha:-] ΟΥΣ θηλ ΧΗΜ
- pH-Messung
-
- eine Messung durchführen
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Messung ΟΥΣ θηλ CTRL
- Messung
-
Performance-Messung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Performance-Messung
-
- Performance-Messung
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Messung
- Messung
- measurement (sg)
- Messung
-
-
- Messung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- eine Messung durchführen