στο λεξικό PONS
I. la·bora·tory [ləˈbɒrətəri, αμερικ ˈlæbrətɔ:ri] ΟΥΣ
II. la·bora·tory [ləˈbɒrətəri, αμερικ ˈlæbrətɔ:ri] ΟΥΣ modifier
la·ˈbora·tory as·sis·tant ΟΥΣ
la·bora·tory ˈbal·ance ΟΥΣ
la·bora·tory ˈbench ΟΥΣ
la·ˈbora·tory test ΟΥΣ
-
- Labortest αρσ
ˈlan·guage la·bora·tory ΟΥΣ
ˈcrime la·bora·tory ΟΥΣ
den·tal la·ˈbora·tory ΟΥΣ
ˈspace lab, ˈspace la·bora·tory ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
laboratory [ləˈbɒrətri] ΟΥΣ
laboratory experiment ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
laboratory experiment ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
Federal Road Research Laboratory
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.