στο λεξικό PONS
inter·sec·tion [ˌɪntəˈsekʃən, αμερικ ˈɪnt̬ɚˌsekʃən] ΟΥΣ
1. intersection (crossing of lines):
2. intersection αμερικ, αυστραλ (junction):
3. intersection Η/Υ:
I. exit [ˈeksɪt, ˈegz-] ΟΥΣ
1. exit (way out):
2. exit:
3. exit (road off):
II. exit [ˈeksɪt, ˈegz-] ΡΉΜΑ μεταβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
intersection exit ΥΠΟΔΟΜΉ
intersection ΥΠΟΔΟΜΉ
| I | exit |
|---|---|
| you | exit |
| he/she/it | exits |
| we | exit |
| you | exit |
| they | exit |
| I | exited |
|---|---|
| you | exited |
| he/she/it | exited |
| we | exited |
| you | exited |
| they | exited |
| I | have | exited |
|---|---|---|
| you | have | exited |
| he/she/it | has | exited |
| we | have | exited |
| you | have | exited |
| they | have | exited |
| I | had | exited |
|---|---|---|
| you | had | exited |
| he/she/it | had | exited |
| we | had | exited |
| you | had | exited |
| they | had | exited |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.