στο λεξικό PONS
im·ple·men·ta·tion [ˌɪmplɪmenˈteɪʃən] ΟΥΣ
1. implementation no pl of measures, policies:
2. implementation Η/Υ:
ex·pendi·ture [ɪkˈspendɪtʃəʳ, ek-, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. expenditure no pl:
2. expenditure (sum spent):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
implementation expenditure ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
expenditure ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
implementation ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- implacably
- implant
- implantation
- implanted cannula
- implausibility
- implementation expenditure
- implementation of flexible working times
- implicate
- implication
- implicit
- implicit cost