στο λεξικό PONS
ˈhigh-lev·el ΕΠΊΘ usu προσδιορ
1. high-level (important):
2. high-level (intense):
high-lev·el ˈlan·guage ΟΥΣ Η/Υ
high-lev·el ˈwaste ΟΥΣ no pl
high-lev·el ˈpro·gram·ming lan·guage ΟΥΣ Η/Υ
high-level language ΟΥΣ
-
- Hochsprache θηλ
High Level Group ΟΥΣ
programming language ΟΥΣ
Spit·zen·ge·spräch <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΠΟΛΙΤ
Pro·gram·mier·spra·che <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Hochkonjunktur ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
high-level economic activity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
high-level nuclear waste
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
high-level radioactive waste
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.