Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
high-level [βρετ ˌhʌɪˈlɛv(ə)l, αμερικ ˈhaɪ ˈˌlɛvəl] ΕΠΊΘ
I. évolué (évoluée) [evɔlɥe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
évolué → évoluer
II. évolué (évoluée) [evɔlɥe] ΕΠΊΘ
évoluer [evɔlɥe] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. évoluer (progresser):
2. évoluer (se déplacer gracieusement):
magistère [maʒistɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. magistère ΘΡΗΣΚ:
2. magistère ΠΑΝΕΠ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.