high-ˈflown ΕΠΊΘ
ab·ge·ho·ben ΕΠΊΘ
2. abgehoben (verstiegen):
I. ge·schwol·len [gəˈʃvɔlən] ΡΉΜΑ
geschwollen μετ παρακειμ: schwellen
II. ge·schwol·len [gəˈʃvɔlən] ΕΠΊΘ
1. geschwollen (dick geworden):
2. geschwollen μειωτ (affektiert):
III. ge·schwol·len [gəˈʃvɔlən] ΕΠΊΡΡ
schwel·len2 <schwellt, schwellte, geschwellt> [ˈʃvɛlən] ΡΉΜΑ μεταβ
schwel·len1 <schwillt, schwoll, geschwollen> [ˈʃvɛlən] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.