high-ˈfly·er ΟΥΣ, high ˈfly·er ΟΥΣ
high-flyer → highflier
high·ˈfli·er ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Über·flie·ger(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ) μτφ
- Überflieger(in)
-
Über·flie·ger-Men·ta·li·tät ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.