στο λεξικό PONS
I. for·bid·den [fəˈbɪdən, αμερικ fɚˈ-] ΕΠΊΘ
II. for·bid·den [fəˈbɪdən, αμερικ fɚˈ-] ΡΉΜΑ
forbidden μετ παρακειμ: forbid
for·bid <-dd-, forbade [or απαρχ forbad], forbidden> [fəˈbɪd, αμερικ fɚˈ-] ΡΉΜΑ μεταβ
2. forbid (refuse):
for·bid <-dd-, forbade [or απαρχ forbad], forbidden> [fəˈbɪd, αμερικ fɚˈ-] ΡΉΜΑ μεταβ
2. forbid (refuse):
I. zone [zəʊn, αμερικ zoʊn] ΟΥΣ
1. zone (defined area):
2. zone (restricted area):
3. zone (in city planning):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
forbidden zone ΥΠΟΔΟΜΉ
zone ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- foray
- forbad
- forbade
- forbear
- forbearance
- forbidden zone
- forbidding
- forbiddingly
- forbore
- forborne
- force