for·bade, for·bad [fəˈbæd, αμερικ fɚˈ-] ΡΉΜΑ
forbade παρελθ of forbid
for·bid <-dd-, forbade [or απαρχ forbad], forbidden> [fəˈbɪd, αμερικ fɚˈ-] ΡΉΜΑ μεταβ
2. forbid (refuse):
for·bid <-dd-, forbade [or απαρχ forbad], forbidden> [fəˈbɪd, αμερικ fɚˈ-] ΡΉΜΑ μεταβ
2. forbid (refuse):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.