στο λεξικό PONS
find·ing [ˈfaɪndɪŋ] ΟΥΣ
1. finding (discovery):
2. finding usu pl:
3. finding αμερικ (tools):
- findings pl
-
4. finding ΝΟΜ:
ˈfact-find·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. ˈfault-find·ing ΟΥΣ no pl
II. ˈfault-find·ing ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
-
- nörglerisch μειωτ
-
- jdn/etw evaluieren [o. wissenschaftlich begutachten]
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
findings of the audit ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Prüfungsergebnis ουδ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.