στο λεξικό PONS
fed·er·al ˈbudg·et ΟΥΣ
fed·er·al [ˈfedərəl, αμερικ -ɚəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. federal (of independent states):
2. federal (of central government):
I. budg·et [ˈbʌʤɪt] ΟΥΣ
1. budget (financial plan):
2. budget (government):
II. budg·et [ˈbʌʤɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. budg·et [ˈbʌʤɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
IV. budg·et [ˈbʌʤɪt] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
budget ΡΉΜΑ
-
- 1.000.000 Dollar budgetieren
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
federal budget ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
| I | budget |
|---|---|
| you | budget |
| he/she/it | budgets |
| we | budget |
| you | budget |
| they | budget |
| I | budgeted |
|---|---|
| you | budgeted |
| he/she/it | budgeted |
| we | budgeted |
| you | budgeted |
| they | budgeted |
| I | have | budgeted |
|---|---|---|
| you | have | budgeted |
| he/she/it | has | budgeted |
| we | have | budgeted |
| you | have | budgeted |
| they | have | budgeted |
| I | had | budgeted |
|---|---|---|
| you | had | budgeted |
| he/she/it | had | budgeted |
| we | had | budgeted |
| you | had | budgeted |
| they | had | budgeted |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.