στο λεξικό PONS
ex·ter·nal in·ˈdebt·ed·ness ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ
in·debt·ed·ness [ɪnˈdetɪdnəs, αμερικ -t̬ɪd-] ΟΥΣ no pl
1. indebtedness (personal):
2. indebtedness (financial):
ex·ter·nal [ɪkˈstɜ:nəl, ekˈ-, αμερικ -ˈstɜ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. external (exterior):
3. external (from the outside):
4. external (on body surface):
5. external (foreign):
6. external ΠΑΝΕΠ:
7. external ΟΙΚΟΝ:
8. external Η/Υ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
indebtedness ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.