exec [ɪgˈzek, eg-] ΟΥΣ οικ
exec συντομογραφία: executive
- exec
-
executive ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
I. ex·ecu·tive [ɪgˈzekjətɪv, eg-, αμερικ -t̬ɪv] ΟΥΣ
1. executive (manager):
2. executive + ενικ/pl ρήμα:
3. executive (in law office):
II. ex·ecu·tive [ɪgˈzekjətɪv, eg-, αμερικ -t̬ɪv] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. executive (administrative):
2. executive (managerial):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.