στο λεξικό PONS
criti·cal [ˈkrɪtɪkəl, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
1. critical (involving judgements):
2. critical (fault-finding):
3. critical (crucial):
4. critical (dangerous) condition, situation:
5. critical ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ (very serious):
- critical development, situation
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
critical ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
density ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
critical density traffic flow, transport safety
- kritische Verkehrsdichte ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ, ΟΔ ΑΣΦ
-
density ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.