στο λεξικό PONS
 
 kri·sen·haft ΕΠΊΘ
-  krisenhaft
 -  
 
 
 -  critical development, situation
 -  krisenhaft
 
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 krisenhaft ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-  krisenhaft (Geschäftsverlauf, Kursentwicklung)
 -  
 
 
 -  
 -  krisenhaft
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.