στο λεξικό PONS
I. rid·ing [ˈraɪdɪŋ] ΟΥΣ
II. rid·ing [ˈraɪdɪŋ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
- riding
- Reit-
-
- Reitferien pl
ˈrid·ing lamp, ˈrid·ing light ΟΥΣ ΝΑΥΣ
- riding lamp
- Ankerleuchte θηλ
ˈrid·ing boot ΟΥΣ
- riding boot
-
ˈrid·ing whip ΟΥΣ
- riding whip
-
ˈrid·ing school ΟΥΣ
- riding school
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
riding quality ΥΠΟΔΟΜΉ
- riding quality
-
ride sharing
dial a ride ΔΗΜ ΣΥΓΚ
guaranteed ride home ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.