στο λεξικό PONS
Han·sard [ˈhæn(t)sɑ:d] ΟΥΣ no pl, no οριστ άρθ βρετ, αυστραλ
Belshazzar [belˈʃæzəʳ, αμερικ ɚ] ΟΥΣ no pl ΙΣΤΟΡΊΑ
buz·zard [ˈbʌzəd, αμερικ -ɚd] ΟΥΣ
2. buzzard αμερικ (turkey vulture):
-
- Truthahngeier αρσ
ˈfire haz·ard ΟΥΣ
ˈhaz·ard rate ΟΥΣ ΤΕΧΝΟΛ
ˈhaz·ard zone ΟΥΣ
oc·cu·pa·tion·al ˈhaz·ard ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
moral hazard ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
natural hazard cover ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
natural hazard [ˌnætʃrəlˈhæzəd] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
lizard [ˈlɪzəd] ΟΥΣ
hazard [ˈhæzəd] ΟΥΣ
health hazard ΟΥΣ
common lizard ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
hazard warning lights ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.