στο λεξικό PONS
ra·tio [ˈreɪʃiəʊ, αμερικ -oʊ] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, Η/Υ
equi·ty1 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
1. equity (stocks, shares):
2. equity no pl:
3. equity (right to receive dividends):
equi·ty2 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl τυπικ
1. equity (fairness, justice):
2. equity ΝΟΜ:
3. equity (neutrality):
Equi·ty3 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl
ratio ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
BIS equity ratio ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
BIS ΟΥΣ
BIS συντομογραφία: Bank for International Settlements ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Bank for International Settlements ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
ratio ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Kennziffer θηλ
equity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Reinvermögen ουδ
equity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
ratio (math.)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- birthright
- birthstone
- birth surplus
- birthweight
- BIS
- BIS equity ratio
- bisexual
- bisexuality
- bishop
- bishopric
- bismuth